- εὐθυπομπός
- εὐθῠ-πομπός, όν,A guiding straight,
αἰών Pi.N.2.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἰών Pi.N.2.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθυπομπός — εὐθυπομπός, όν (Α) αυτός που στέλνει, που οδηγεί κατευθείαν («εὐθυπομπὸς αἰών», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πομπός < πέμπω] … Dictionary of Greek
εὐθυπομπός — guiding straight masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)